ἐπίκλην

ἐπίκλην
ἐπίκλην, Adv.
A by surname, by name, Pl.Sph.221c; ἐπίκλην ἀιθὴρ

καλούμενος Id.Ti.58d

; ἕξεώς τινος ἐ. λεγομένη called after . . , Id.Phlb.48c;

Σαραπίων ἐ. βουκόλος PLips.6.7

(iv A.D.), cf. Luc.Symp.6, IG12(8).529 ([place name] Thasos);

ὁ τοῦ Αὐγούστου ἐ. λιμήν D.C.75.16

.
2. nominally, Apollod.3.13.4.—Prop. acc. from an obsolete nom. ἐπίκλη, = ἐπίκλησις, ἐπωνυμία (Hsch.); ἐπίκλην (acc.) ἔχειν, occurs in Pl.Ti.38c, IG14.1018.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπίκλην — by surname indeclform (adverb) ἐπικλάω bend imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπικλάω bend imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικλῆν — ἐπικλάω bend pres inf act (doric ionic) ἐπικλάω bend pres inf act (epic doric ionic) ἐπικλάω bend pres inf act (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίκλην — ἐπίκλην , ἐπίκλην by surname indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… …   Dictionary of Greek

  • THIRAS — fil. Iapheth. Gen c. 10. v. 2. Vide Bochart. Phaleg. l. 3. c. 2. ab eo Thraces orti; quorum originem proin ad Odrysum quendam cum refert Epiphanius, l. 2. p. 8. non de gente universa, sed de parte saltem eius intelligendus est. Ita autem is,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”